- εξάστηλος
- η , ο [ος , ον ] полигр, шестиколоночный;
εξάστηλο άρθρο — статья на шести колонках
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εξάστηλο άρθρο — статья на шести колонках
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εξάστηλος — η, ο 1. αυτός που αποτελείται από έξι τυπογραφικές στήλες («εξάστηλο άρθρο») 2. το ουδ. ως ουσ. το εξάστηλο δημοσίευμα που καταλαμβάνει έξι στήλες. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξα < ἕξ (πρβλ. εξάγραμμα) + στήλη. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο… … Dictionary of Greek
εξάστηλος — η, ο 1. που αποτελείται από έξι τυπογραφικές στήλες. 2. το ουδ. ως ουσ., εξάστηλο (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στήλη — Αναμνηστικό μνημείο, με νεκρικό συνήθως χαρακτήρα, μερικές όμως φορές και αναθηματικό, που αποτελείται από μια πέτρινη ή μαρμάρινη πλάκα τοποθετημένη πάνω σε βάση ή και στο έδαφος. Αρχαιότερα γνωστά μνημεία του είδους είναι εκείνα της… … Dictionary of Greek
Σεγέστα ή Έγεστα — Αρχαία πόλη των Ελύμων στη Σικελία, της οποίας τα ερείπια σώζονται σε απόσταση 4 χλμ. από το Καλαταφίμι. Ύστερα από μακροχρόνιο πόλεμο με το Σελινούντα, βρέθηκε σε πόλεμο με τις Συρακούσες και ζήτησε τη βοήθεια των Αθηναίων, η επέμβαση των οποίων … Dictionary of Greek